- θανατῶσαν
- θανατάωdesire to diepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)θανατόωput to deathaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θανατώνω — θανάτωσα, θανατώθηκα, θανατωμένος 1. σκοτώνω: Θανάτωσαν όλα τα ζώα του δάσους. 2. προξενώ ανυπόφορο πόνο: Το χαλασμένο δόντι του τον θανάτωσε όλη τη νύχτα. 3. λυπώ πολύ κάποιον: Με θανάτωσαν τα πικρά του λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασιατικός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προσωνυμία του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου ΙΓ’ (1ος αι. π.Χ.). 2. Απελεύθερος του Γάλβα και εραστής του Βιτέλιου, που τον ανακήρυξε Ρωμαίο ιππέα (1ος αι. μ.Χ.). Μετά την πτώση του Βιτέλιου, τον θανάτωσαν ατιμωτικά οι… … Dictionary of Greek
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
σύρφαξ — Τύραννος της Εφέσου. Εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του και των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε, έγινε μισητός στον λαό του. Όταν το 334 π.Χ. έφτασε στην Έφεσο ο Μ. Αλέξανδρος, οι Εφέσιοι συνέλαβαν τον Σ. και τον θανάτωσαν … Dictionary of Greek
Αγαθάγγελος — I (; – Αδριανούπολη 1832).Οικουμενικός πατριάρχης (1826 30) από την Αδριανούπολη. Έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και στις αρχές του 18ου αι. στάλθηκε ως προϊστάμενος στο ιβηρικό μετόχι της Μόσχας. To 1815 χειροτονήθηκε μητροπολίτης … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
Αρταβάσδης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς της Αρμενίας, γιος του Τιγράνη Α’ (69; – 30 π.Χ.). Παρέσυρε τον Μάρκο Αντώνιο σε ατυχή εκστρατεία κατά των Πάρθων, αλλά οι Ρωμαίοι τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν στην Αλεξάνδρεια με εντολή της… … Dictionary of Greek
Βελής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κώστας. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Ευρυτανίας. Ήταν αρματολός πριν από την Επανάσταση και έζησε από το 1800 στην αυλή του Αλή πασά, υπηρέτησε μάλιστα και ως πρωτοπαλίκαρο του Βελή Γκέκα. Το αληθινό του όνομα ήταν … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Γιαννέλος, Μήτσος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Δημητρούτσος. Ήταν οπλαρχηγός από την Τριχωνίδα και πολέμησε στο Βραχώρι (το σημερινό Αγρίνιο), στο Ζαπάντι και στη Ναύπακτο. Το 1825 έγινε αντιστράτηγος. Οι Τούρκοι τον θανάτωσαν το 1828 … Dictionary of Greek